ζωγραφιά

ζωγραφιά
Πεδινός οικισμός (υψόμ. 120 μ., 19 κάτ.) του νομού Καρδίτσης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ιθώμης.
* * *
και ζουγραφιά και ζωγραφιά, η (AM ζωγραφία) [ζωγράφος]
νεοελλ.
1. εικόνα ζωγραφισμένη με χρώματα, έργο ζωγραφικής, πολύχρωμη εικόνα
2. σχεδίασμα ή εικόνα τυπωμένη σε βιβλίο
3. μτφ. α) περιγραφή προσώπου, ψυχολογική και ηθική ανάλυση του («στο διήγημα αυτό βλέπεις τη ζωγραφιά τού παπά μας»)
β) ως περιγραφική έκφραση τής ομορφιάς ενός προσώπου («η όψη τού προσώπου της μοιάζει με ζωγραφιά», Βιζυην.)
3. φρ. «είναι ζωγραφιά» — είναι ωραίος ή ωραία
μσν.
αγιογραφία
μσν.-αρχ.
ζωγραφική τέχνη
αρχ.
1. το ζωγράφισμα
2. (για πρόσ.) η ψιμυθίωση
3. (για αρχιτεκτονικά μέλη ή για οικοδομήματα) η κονία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ζωγραφία — ζωγραφίᾱ , ζωγραφία art of painting fem nom/voc/acc dual ζωγραφίᾱ , ζωγραφία art of painting fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζωγραφίᾳ — ζωγραφίαι , ζωγραφία art of painting fem nom/voc pl ζωγραφίᾱͅ , ζωγραφία art of painting fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζωγραφιά — η 1. έργο ζωγραφικής. 2. εικόνα πολύχρωμη: Τα παιδικά βιβλία έχουν πολλές ζωγραφιές. 3. ομορφιά: Είναι μια ζωγραφιά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ζωγραφίας — ζωγραφίᾱς , ζωγραφία art of painting fem acc pl ζωγραφίᾱς , ζωγραφία art of painting fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζωγραφίαι — ζωγραφία art of painting fem nom/voc pl ζωγραφίᾱͅ , ζωγραφία art of painting fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζωγραφίαν — ζωγραφίᾱν , ζωγραφία art of painting fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζωγραφιῶν — ζωγραφία art of painting fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζωγραφίαις — ζωγραφία art of painting fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζωγραφίη — ζωγραφία art of painting fem nom/voc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζωγραφίης — ζωγραφία art of painting fem gen sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”